- κρανί'
- κρᾱνία , κρανίονupper part of the headneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κρανί' — Κρανίᾱͅ , Κράνιος fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
краниоло́гия — и, ж. Раздел сравнительной анатомии, изучающий строение черепов людей и животных. || антроп. Изучение вариации размеров и форм черепа при классификации современных рас, их географического распространения, истории их формирования и т. д. [От греч … Малый академический словарь
краниоме́трия — и, ж. анат. Измерение черепа. [От греч. κρανιον череп и μετρεω мерю] … Малый академический словарь
Πρέσερεν, Φράντσε — (Preseren, Άνω Κράινα 1800 – Κράνι 1849). Από αγρότες γονείς, έμαθε τα πρώτα γράμματα από ένα θείο του παπά και αργότερα σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Βιέννης. Όταν επέστρεψε στην πατρίδα του, προσπάθησε να ανοίξει δικηγορικό γραφείο, αλλά … Dictionary of Greek
Σλοβενία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Αυστρία, στα ΒΑ με την Ουγγαρία, στα Δ με την Ιταλία, και στα Ν ΝΔ με την Κροατία.Η Σλοβενία είναι μια χώρα λίγο μικρότερη σε έκταση από την Πελοπόννησο. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο της… … Dictionary of Greek
Cranium — Cra̱nium [aus gr. ϰρανιον = Schädel] s; [s], ...ia: knöcherner Schädel in seiner Gesamtheit; eindeutschend auch: Kranium (Anat.) … Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke